- ὑπεριδρύω
- ὑπεριδρύω, in [voice] Pass.,A to be established above, superior to, Hero *Deff. 136.23, Procl.Inst.98, Dam.Pr.26.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπεριδρύω — ΜΑ [ἱδρύω] 1. ιδρύω, τοποθετώ κάτι πάνω από κάτι άλλο 2. (κυρίως παθ.) ὑπεριδρύομαι καταλαμβάνω ανώτερη, εξέχουσα θέση («πάσης ὑπεριδρυμένος καὶ ἀρχῆς καὶ τάξεως», Διον. Αρεοπ.) … Dictionary of Greek
ιδρύω — (ΑΜ ἱδρύω) (ενεργ. και μέσ.) οικοδομώ, κτίζω («ο ναός ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα» β. «ἱδρύσαντο ὑπὸ τῇ ἀκροπόλι Πανὸς ἱρόν», Ηρόδ.) νεοελλ. συνιστώ, συγκροτώ («ιδρύω πολιτικό κόμμα») αρχ. 1. πείθω κάποιον να παραμείνει, να εγκατασταθεί («αὑτός τε… … Dictionary of Greek
υπερίδρυσις — ύσεως, ἡ, Α [ὑπεριδρύω] εκκλ. μυστική ίδρυση («καλοῡσι τὰς ἑνώσεις τὰς θείας κρυφίας καὶ ἀνεκφοιτήτους ὑπεριδρύσεις», Διον. Αρεοπ.) … Dictionary of Greek